- σαργανίς
- σαργαν-ίς, ίδος, ἡ,= σαργάνη, Cratin.40.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαργανίς — ίδος, ἡ, Α σαργάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
σαργανίσιν — σαργανίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)